- καταβυσσώ
- καταβυσσῶ, -όω (Α)κρύβω στο βάθος («εἴδωλα καταβυσσούμενα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ», Αλέξ. Αφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βυσσῶ (< βυσσός «βυθός»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.